- μαγευτής
- ο, θηλ. μαγεύτρια και μαγεύτρα (AM μαγευτής, θηλ. μαγεύτρια) [μαγεύω]μάγοςνεοελλ.ως επίθ.1. μαγικός2. θελκτικός, συναρπαστικός («η μαγεύτρα φύση»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μαγευτάς — μαγευτά̱ς , μαγευτής masc acc pl μαγευτά̱ς , μαγευτής masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγεύτας — μαγεύτας, ὁ (Α) [μαγευτής] φρ. (κατά τον Ησύχ.) «μαγεύτας αὐλός» αυλός που γοήτευε, έθελγε, μάγευε τους ακροατές … Dictionary of Greek